- ἀρωμάτων
- ἄρωμα 1aromatic herbneut gen plἄρωμα 2arable landneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ароматъ — АРОМАТ|Ъ (11), А с. ἄρωμα, ατος 1.Ароматическое вещество, благовоние: паче вина и вонѣ муръ твоихъ паче всѣхъ ѡроматъ. муро изли˫ано им˫а твоѥ. СбТр ХII/ХIII, 108; все же оубо бл҃гооуханиѥ и паче ѡ(т) Индиискы(х) арамафъ, рекше бл҃гыхъ вонь (διὰ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
μυρεψικός — ή, ὁ (ΑΜ μυρεψικός, ή, όν) [μυρεψός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρεψία ή στον μυρεψό ή αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή μύρων, αρωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η μυρεψική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού μυρεψού, η μυρεψία 3. αρωματικός … Dictionary of Greek
АРОМАТЫ — • Aromăta, τα Άρώματα, Άρωμάτων ακρον, мыс и торговый пункт на восточном берегу Африки, у оконечности Аравийского залива; назывался так потому, что лежал в местности, изобилующей благовонными растениями; н. Cap Guardafui … Реальный словарь классических древностей
ароматьскыи — (1*) пр. к ароматъ в 1 знач.: тѣмь же и нѣкыи ѡ(т) врачь || премоудръникъ истовыи зѣло гл҃ше, ˫ако, аще доидеть оумирающемоу, преже даже не погоубить разоума, можеть нѣкымь състроѥмь араматьскымь въ ча(с) створити трезвъ разоумъ имѣти и ѡ собѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вонѧ — ВОН|Ѧ (84), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Запах: Нъ ˫ако же виноградъ ѥгда процвьтеть вънѣ на се то чѫѥть вонѫ соущеѥ въ вино. и цвьтеть сь нимь (τῆς ὀσμῆς) Изб 1076, 133 об.; отъвьрзъше ракоу испълнис˫а цр҃кы бл҃гооухани˫а ||=и вонѣ пречюдьны СкБГ XII, 20в г; не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AROMATICA — Populo donata, apud Ael. Spartian. in Adriano Caes. c. 19. Romae post coeter as immensissimas voluptates, in honorem socrûs suae, aromatica, populo donavit. Nempe Parentaliorum die siebat in plebem divisio secierum variarum, ut vini, olei, aut… … Hofmann J. Lexicon universale
OENANTHINO Pallia (De) — De OENANTHINO Pallia apud Lamprid. in Heliogabalo, c. 23. Fertur in Euripis vino plenis navales Circenses exhibuisse, pallia de Oenanthino fudisse et elephantorum quatuor quad rigas in Vaticano agitâsse etc. pallia sunt unguentô oenanthinô… … Hofmann J. Lexicon universale
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek